- οισυπώδης
- οἰσυπώδης, -ῶδες (Α) [οισύπη](για το μαλλί τοὺ προβάτου) οισυπηρός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰσυπωδέστατα — οἰσυπώδης greasy adverbial superl οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυπώδεα — οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οἰσυπώδης greasy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] … Dictionary of Greek